αριθμητήρας

αριθμητήρας
αριθμητήρας, ο και αριθμητής, ο
μηχάνημα αυτόματης αποτύπωσης ή μέτρησης αριθμών στη σειρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αριθμητήρας — και ήρ, ο συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”